οπηλίκος

οπηλίκος
ὁπηλίκος, -η, -ον (Α)
(σε αναφ. και πλάγιες ερωτημ. προτάσεις) πόσο μεγάλος ή μικρός («καθ' ὁπόσα μέρη... καὶ ὁπηλίκα διαιρετέον αὐτούς», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφορική αντων. ὁπηλίκος έχει σχηματιστεί από το θ. *yo- τής αναφορικής αντων. ὅς, , (βλ. λ. ος) και από την ερωτηματική αντων. πηλίκος* (βλ. λ. ηλίκος). Για τον σχηματισμό τού ὁπηλίκος < πηλίκος πρβλ. και ὁποῖος < ποῖος, ὁπόσος < πόσος κ.λπ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὁπηλίκος — however big masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπηλίκα — ὁπηλίκος however big neut nom/voc/acc pl ὁπηλίκᾱ , ὁπηλίκος however big fem nom/voc/acc dual ὁπηλίκᾱ , ὁπηλίκος however big fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπηλίκαι — ὁπηλίκος however big fem nom/voc pl ὁπηλίκᾱͅ , ὁπηλίκος however big fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπηλίκον — ὁπηλίκος however big masc acc sg ὁπηλίκος however big neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπηλίκη — ὁπηλίκος however big fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπηλίκην — ὁπηλίκος however big fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπηλίκοι — ὁπηλίκος however big masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπηλίκοις — ὁπηλίκος however big masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπηλίκου — ὁπηλίκος however big masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπηλίκους — ὁπηλίκος however big masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”